Η ελαιοκαλλιέργεια, εδώ και αιώνες, αποτελούσε, ως γνωστόν, την κύρια ενασχόληση των κατοίκων της περιοχής. Το λάδι ήταν εκείνο το προϊόν που τα δύσκολα εκείνα χρόνια της οικονομικής δυσπραγίας, στήριξε και βοήθησε όχι μόνο την επιβίωσή των οικογενειών, αλλά την κάλυψη και των άλλων αναγκών τους.
Για το άλεσμα της ελιάς, αρχικά υπήρχαν απλές κατασκευές παραγωγής λαδιού, οι λεγόμενοι Μύλοι, Από αυτούς προέκυψαν ποιο σύγχρονες, πιο ανταγωνιστικές μονάδες, τα νυν ελαιοτριβεία, τα οποία και αυτά στην αρχή είχαν απλούστερη και κάπως διαφορετική δομή σε σχέση με τα σημερινά. Σ αυτά δεν υπήρχαν Φυγοκεντρικά συστήματα για το διαχωρισμό των συστατικών της ελιάς (αντ’ αυτών υπήρχαν υδραυλικά πιεστήρια), και η κίνησή όλης της μονάδας, στην αρχή, γινόταν με τη θέρμανση του νερού, μετά με την καύση του πετρελαίου και τελευταία με τον ηλεκτρισμό.
Την εποχή εκείνη όλα αυτά ανήκαν σε ιδιώτες, οι οποίοι εκ των πραγμάτων μονοπωλούσαν την όλη διαδικασία. Από μόνοι τους όριζαν και αποφαίνονταν για την ποιότητα και την τιμή πληρωμής των λαδιών των παραγωγών.
Τη δεκαετία του 1920 και μάλιστα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, οι οικονομικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Ο αγώνας για τον επιούσιο αποτελούσε καθημερινή έγνοια για μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας..
Απέναντι σ αυτή την εκμετάλλευση που δεχόντουσαν, οι συνθήκες πλέον ήταν ώριμες για κάτι διαφορετικό, για κάτι καινούργιο. Το έναυσμα δόθηκε με την επίσκεψη, στο χωριό, δυο εκπροσώπων της τότε Γεωργικής Τράπεζας, οι οποίοι ενημέρωσαν και παρότρυναν, καθώς φαίνεται, τους κατοίκους για τη δυνατότητα να φτιάξουν, οι ίδιοι, Συνεταιριζόμενοι, δική τους μονάδα παραγωγής λαδιού.
Άμεσα ξεκίνησαν συζητήσεις για το πως και το γιατί, και τελικά τόσος ήταν ο ζήλος, ώστε σε συντομότατο, για τα χρόνια εκείνα διάστημα, όλα να έχουν ολοκληρωθεί (αγορά οικοπέδου, οικοδομικές εργασίες, αγορά και τοποθέτηση μηχανημάτων και ότι άλλο ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία του ελαιοτριβείου. Το καλοκαίρι του 1925 έγινε η ενημέρωση και τέλη του 1926 λειτούργησε).
Πρωτεργάτης και πρωτοστάτης όλου αυτού του εγχειρήματος ήταν ο Εμμανουήλ Π. Κουτλής, ο οποίος χρημάτισε και πρώτος πρόεδρος του Συνεταιρισμού, μέχρι το 1933 ( λόγω ξενιτεμού). Μαζί του, εργάστηκε και ο παπα- Στρατής Βερβέρης, ως Γραμματέας του Συν/σμού, ο οποίος παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα πρόσφερε σημαντικό έργο από πλευράς γραμματειακής- λογιστικής εργασίας.
Συγκινητική, μπορεί να πει κανείς, ήταν η διάθεση και προσπάθεια όλων να συνεισφέρουν, ακόμα και από το υστέρημά τους, για την επίτευξη αυτού του τόσο σημαντικού σκοπού.

